στίζω

στίζω
ΝΜΑ
1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.)
2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ σώματα στίζονται γραφαῑς ποικίλαις», Ηρωδιαν.)
3. βάζω σημείο στίξης
αρχ.
1. βάζω σε κάποιον στίγμα με έγκαυση ή με χάραξη ως σημείο ατίμωσης ή τιμωρίας («αἰχμαλώτους Σαμίων στίζειν κατὰ τοῡ προσώπου καὶ εἶναι τὸ στίγμα γλαῡκα», Αιλ.)
2. σημαδεύω με έγκαυση κάτι που μού ανήκει, τού βάζω σημάδι, τό μαρκάρω ως αντικείμενο ιδιοκτησίας μου («στίξαι ἵππον
ἐγκαῡσαι», Φώτ.)
3. μτφ. μελανιάζω από ξυλοκόπημα, γίνομαι μαύρος από ξυλοκόπημα («ἐγὼ δ' ἀπόλωλα στιζόμενος βακτηρίᾳ», Αριστοφ.)
4. φρ. α) «στίζειν τοὺς ὑμένας» — επιφέρω, προκαλώ πόνο με χτυπήματα (Γαλ.)
β) «στίζειν χωρίον» — βάζω σημάδι σε ένα τμήμα γης για να δείξω πως είναι υποθηκευμένο τοποθετώντας σ' αυτό σχετική ενεπίγραφη στήλη (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στίζω (< *στίγ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)teig- /(s)tig- «κεντώ, χαράζω, σκαλίζω» και συνδέεται με τα προσηγορικά τής Γερμανικής με σημ. «νύγμα, αμυχή»: γοτθ. stiks, αρχ. άνω γερμ. stih, αρχ. σαξ. stiki και αγγλοσαξ. stike. Η αρχ. Ινδική εμφανίζει τ. χωρίς αρκτικό s-, πρβλ. αρχ. ινδ. tejate «είμαι οξύς, μυτερός», καθώς και η Ιρανική, πρβλ. αρχ. περσ. tigra- «οξύς, μυτερός». Η Λατινική, τέλος, πρέπει να είχε αμάρτυρο ρ. *stingo (με έρρινο ένθημα), όπως φαίνεται από τα συνθ. distinguo «χωρίζω», instinctus «ερεθισμένος» και instigo «παρακινώ, κεντρίζω». Από το θ. στιγ- τού στίζω παράγονται οι λ. στίγμα, στιγμή, στίξη, στικτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στίζω — tattoo pres subj act 1st sg στίζω tattoo pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίζω — έστιξα, στίχτηκα, στιγμένος.1. επιθέτω στίγματα. 2. θέτω σημεία στίξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στίζον — στίζω tattoo pres part act masc voc sg στίζω tattoo pres part act neut nom/voc/acc sg στίζω tattoo imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στίζω tattoo imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίζῃ — στίζω tattoo pres subj mp 2nd sg στίζω tattoo pres ind mp 2nd sg στίζω tattoo pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίξαι — στίζω tattoo aor imperat mid 2nd sg στίζω tattoo aor inf act στίξαῑ , στίζω tattoo aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίξον — στίζω tattoo aor imperat act 2nd sg στίζω tattoo fut part act masc voc sg στίζω tattoo fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίξω — στίζω tattoo aor subj act 1st sg στίζω tattoo fut ind act 1st sg στίζω tattoo aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστιγμένα — στίζω tattoo perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστιγμένᾱ , στίζω tattoo perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστιγμένᾱ , στίζω tattoo perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιζομένων — στίζω tattoo pres part mp fem gen pl στίζω tattoo pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχθέντα — στίζω tattoo aor part pass neut nom/voc/acc pl στίζω tattoo aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”